- μεσημβρινοανατολικός
- η , ό[ν] юго-восточный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσημβρινοανατολικός — ή, ό ο νοτιανατολικός. επίρρ... μεσημβρινοανατολικώς και ά με κατεύθυνση προς τα νοτιοανατολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημβρινός + ανατολικός. Η λ. μαρτυρείται από.το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
νοτιοανατολικός — και νοτιανατολικός, ή, ο 1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και ανατολής, σημείο τού ορίζοντα ο μεσημβρινοανατολικός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο τού ορίζοντα, ο σιρόκος. επίρρ... νοτιοανατολικώς… … Dictionary of Greek